- ἀπόλεμμα
- ἀπόλεμμα, ατος, τό, ([etym.] ἀπολέπω)A skin, D.C.68.32.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀπολέμματα — ἀπόλεμμα skin neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)